- ευξύμβολος
- εὐξύμβολος, -ον (Α)αττ. τ., βλ. ευσύμβολος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐξύμβολος — εὐσύμβολος easy to divine masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσύμβολος — εὐσύμβολος και εὐξύμβολος, ον (Α) 1. αυτός που μαντεύεται ή εξηγείται εύκολα («εὐξύμβολον τόδ ἐστὶ παντὶ δοξάσαι», Αισχύλ.) 2. εκείνος που προμηνύει κάτι καλό, ο ευοίωνος, ο αίσιος 3. έντιμος στις συναλλαγές 4. αυτός με τον οποίο μπορεί κάποιος… … Dictionary of Greek